θωριακός

θωριακός
-ή, -ό (Μ θωριακός, -ή, -όν) [θωριά]
νεοελλ.
(για πράγμα) αυτός που έχει καλή εμφάνιση, ωραίο ζωηρό χρωματισμό, ωραίες αποχρώσεις
μσν.
(για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση, ωραία θωριά.
επίρρ...
θωριακά
με ωραίο χρωματισμό, με επιτυχημένο χρωματισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θωριακός — ή, ό αυτός που έχει καλή εμφάνιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”